- βραδύγλωσσος
- -η, -οαυτός που μιλάει με δυσκολία, ο τραυλός: Ο ρήτορας της αρχαιότητας Δημοσθένης ήταν βραδύγλωσσος και αυτοθεραπεύτηκε.
Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого). 2014.
Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого). 2014.
βραδύγλωσσος — slow of tongue masc/fem nom sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
βραδύγλωσσος — η, ο (AM βραδύγλωσσος, ον, Α και βραδύγλωττος, αττ. τ.) αυτός που μιλάει με δυσκολία … Dictionary of Greek
βραδύγλωσσον — βραδύγλωσσος slow of tongue masc/fem acc sg βραδύγλωσσος slow of tongue neut nom/voc/acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
βραδυγλώσσου — βραδύγλωσσος slow of tongue masc/fem/neut gen sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
βραδυγλώσσους — βραδύγλωσσος slow of tongue masc/fem acc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
βραδύγλωσσα — βραδύγλωσσος slow of tongue neut nom/voc/acc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
βραδύγλωσσοι — βραδύγλωσσος slow of tongue masc/fem nom/voc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
μωροβραδύγλωσσος — μωροβραδύγλωσσος, η, ον (Μ) λίγο βραδύγλωσσος. [ΕΤΥΜΟΛ. < μωρ(ο) * (< μωρόν) + βραδύγλωσσος] … Dictionary of Greek
βραδύγλωττον — βραδύγλωσσον , βραδύγλωσσος slow of tongue masc/fem acc sg βραδύγλωσσον , βραδύγλωσσος slow of tongue neut nom/voc/acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
косноязычен — @font face {font family: ChurchArial ; src: url( /fonts/ARIAL Church 02.ttf );} span {font size:17px;font weight:normal !important; font family: ChurchArial ,Arial,Serif;} прил. (греч. βραδύγλωσσος) говорящий медленно, с трудом, не… … Словарь церковнославянского языка